- κιγκλιδώνω
- κιγκλίδωσα, κιγκλιδώθηκα, κιγκλιδωμένος, περιφράζω με κάγκελα: Κιγκλιδώνει το μπαλκόνι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιγκλιδώνω — [κιγκλίς] φράζω με κιγκλίδες, κογκελώνω, περιβάλλω με κιγκλίδωμα … Dictionary of Greek
ακιγκλίδωτος — η, ο αυτός που δεν τόν περιέφραξαν με κιγκλίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κιγκλιδωτός < κιγκλιδώνω] … Dictionary of Greek
δρυφακτώνω — (AM δρυφακτῶ, όω) περιφράσσω με δρύφακτο, κιγκλιδώνω αρχ. οχυρώνω … Dictionary of Greek
καγκελώνω — [κάγκελο] διαχωρίζω ή περιβάλλω με κάγκελα, κιγκλιδώνω … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek